- κανιβαλισμός
- Η κατανάλωση ανθρώπινου κρέατος για τελετουργικούς λόγους. Ο όρος κανίβαλος προέρχεται (μέσω του ισπανικού canibal) από το cannibe (= γενναίος), εθνικό όνομα μιας ομάδας Καρίβων (ιθαγενών των βορειοανατολικών περιοχών της Νότιας Αμερικής) στους οποίους διαπιστώθηκε η εν λόγω συνήθεια. Ο όρος ταυτίζεται συνήθως με την ανθρωποφαγία, από την οποία όμως διαφέρει, γιατί η τελευταία σημαίνει την απλή πράξη του να τρώει κανείς ανθρώπινο κρέας.
Η συνήθεια του κ. είναι αρχαιότατη και κανένας πολιτισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί αμέτοχος σε αυτήν. Σχετικές μαρτυρίες που αναφέρονται σε αρχαίους πολιτισμούς προσφέρονται από διάφορους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων ο Όμηρος, ο Ηρόδοτος, ο Ιούλιος Καίσαρ, ο Πλίνιος, ο Στράβων και ο Μάρκο Πόλο. Το φαινόμενο διαπιστώθηκε ακόμα και στις αρχές του 20ού αι. σε πληθυσμούς της νοτιοανατολικής Ασίας, της Αμαζονίας, της Ωκεανίας και του Κονγκό και, τουλάχιστον έως έναν βαθμό, συνεχίζει να υφίσταται.
O κ. δεν αποτελεί ένδειξη θηριωδίας ούτε έχει σχέση με τον πρωτογονισμό των εθίμων: πληθυσμοί με πολιτισμό πολύ χαμηλού επιπέδου δεν εφαρμόζουν συνήθως αυτή την πρακτική.
O κ. διακρίνεται σε ενδοκανιβαλισμό (όταν ασκείται μέσα στην ίδια φυλετική ομάδα) και σε εξωκανιβαλισμό, όταν τα θύματά του προέρχονται από ξένες ομάδες. Γενικά παρουσιάζεται με δύο μορφές, νομική και τελετουργική. Στον νομικό κ. τα θύματα είναι είτε άτομα που καταδικάστηκαν από την κοινότητα για ιδιαιτέρως ειδεχθή εγκλήματα είτε άτομα ξένα προς την ομάδα, με σκοπό την οικειοποίηση των δικαιωμάτων και της ιδιοκτησίας τους: ο τελευταίος αυτός τύπος κ. πρέπει να θεωρείται ως ο αρχαιότερος. Ως τελετουργικός κ. χαρακτηρίζεται είτε η μορφή μαγείας που συνδέεται με την αντίληψη ότι η κατανάλωση ανθρώπινου κρέατος ή συγκεκριμένων οργάνων (μυαλό, ήπαρ, καρδιά κ.ά.) χαρίζει τις μαγικές ιδιότητες του θύματος στον κανίβαλο είτε εκείνη που συνδέεται με ειδικές θρησκευτικές δοξασίες.
* * *και καννιβαλισμός, ο [κανίβαλος]1. ανθρωποφαγία2. μτφ. απανθρωπιά, βαρβαρότητα3. συμπεριφορά που αρμόζει σε κανιβάλους, βαρβαρότητα, θηριωδία.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cannibalisme. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.